- τενεκές
- και ντενεκές, ο, Ν1. λευκοσίδηρος2. δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο3. μτφ. (για πρόσ.) (με υβριστική σημ.) τιποτένιος, μηδαμινός («είναι τενεκές ξεγάνωτος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τενεκές — ο πληθ. έδες, και ντενεκές, ο (λ. τουρκ.) 1. ο λευκοσίδηρος. 2. δοχείο από λευκοσίδηρο: Τενεκές τυριού. 3. μτφ., άνθρωπος μηδαμινός, τιποτένιος: Άντε χάσου, τενεκέ! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λευκοσίδηρος — Λεπτό έλασμα μαλακού χάλυβα καλυμμένο με στρώση κασσίτερου. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία τενεκές. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή δοχείων καθημερινής χρήσης και για πολλές άλλες εργασίες. Από τον 15o αι. χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία για τις … Dictionary of Greek
τενεκάκι — και ντενεκάκι, το, Ν [τενεκές] υποκορ. μικρός τενεκές, τενεκεδάκι … Dictionary of Greek
τενεκεδάκι — και ντενεκεδάκι, το, Ν [τενεκές / τενεκέδες] υποκορ. τού τενεκές … Dictionary of Greek
αγάνωτος — η, ο (Α ἀγάνωτος, ον) [γανώνω] (για σκεύη χάλκινα και γενικά μεταλλικά) αυτός που δεν επαλείφθηκε με κασσίτερο, ο μη γανωμένος, ακασσιτέρωτος (νεοελλ. φρ.) «μούτρα αγάνωτα», δηλ. άνθρωπος αναιδής, ξετσίπωτος «τενεκές αγάνωτος», για τον αγροίκο… … Dictionary of Greek
σκουπιδοτενεκές — ο, Ν ειδικό δοχείο στο οποίο εναποτίθενται τα σκουπίδια τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + τενεκές] … Dictionary of Greek
Νταϊφάς, Ίων — (Βόλος 1924 – 1994). Σκηνοθέτης και κριτικός του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι (IDHEC) και φιλολογία στη Σορβόνη. Εργάστηκε στο ραδιόφωνο, στο θέατρο και στην τηλεόραση, ως δημοσιογράφος και σκηνοθέτης. Ειδικότερα, στον… … Dictionary of Greek
λευκοσίδηρος — ο λεπτό φύλλο σιδήρου που καλύπτεται από κασσίτερο, ο τενεκές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκουπιδοτενεκές — ο τενεκές στον οποίο βάζουν τα σκουπίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)